- κατοκώχιμος
- κατοκώχιμος, -η, -ον (ΑΜ) [κατοκωχή]αυτός που μπορεί να καταληφθεί εύκολα από κάποιο αίσθημα ή πάθος, ευάλωτος («κατοκώχιμος ἐκ τῆς ἀρετῆς», Αριστοτ.)αρχ.1. ο κρατούμενος ως εγγύηση2. μανιώδης, έξαλλος («κατοκώχιμα πάντα καὶ φρικώδη», Λουκιαν.).
Dictionary of Greek. 2013.